ζοφοδορπίδας

ζοφοδορπίδας
ζοφοδορπίδας και ζοφοδορπίας και ζοφοδερκίας, ὁ (Α)
1. αυτός που δειπνάει στο σκοτάδι ή κρυφά («τοῡτον [τον Πιττακό] ἀποκαλεῑ ζοφοδορπίδαν ώς ἄλυχνον», Διογ. Λαέρ.)
2. (σε αντίθεση με τον τρεχέδειπνον*) αυτός που προσέρχεται τρέχοντας στο δείπνο και βιάζεται να προφθάσει («τοὺς βράδιον ἐπὶ τὸ δεῑπνον ἐλθόντας... κωλυσιδείπνους καὶ ζοφοδορπίδας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζόφος + δόρπον «δείπνο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζόφος — ο (AM ζόφος, ὁ και μτγν. ζόφος, εος, τό) 1. βαθύ σκοτάδι, σκοτεινιά 2. μτφ. βαθιά μελαγχολία, θλίψη, κατήφεια («ζόφος ψυχής») μσν. ζοφερή σκέψη, πονηρό, αμαρτωλό διανόημα αρχ. 1. το σκοτάδι τού κάτω κόσμου, η σκοτεινιά τού Άδη («ἐγώ δ ἄπειμι γῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”